Τα παραμύθια του απροσδόκητου

Ευστράτιος Παπάνης

  1. Οι έρωτες του μπλε και του κόκκινου

Ευστράτιος Παπάνης

Μια φορά κι έναν καιρό δυο νέοι είχαν καθίσει να ξεκουραστούν στα απόμερα των δικών τους κόσμων. Εκείνος βαρέθηκε το κόκκινο της ζωής του κι εκείνη έχανε την υπομονή της με το αμείλικτο μπλε, που όριζε τα συναισθήματα της.

Στο σημείο, που εφάπτονταν τα σύμπαντα τους, ένα λαμπερό μωβ έβαφε τον ορίζοντα και τους πόθους τους. Εδώ θα ζήσουμε για πάντα μαζί.

– Με εξεγείρει αυτός ο τόπος, θαύμασε κι εκείνη. Τι απαλό το μενεξεδί και πώς με εκσφενδονίζει πίσω στο μπλε των αναμνήσεων και των αγαπημένων μου. Εδώ θα ζήσουμε μαζί. Εδώ, που οι λογισμοί και τα καρδιοχτύπια ενώνονται στο ιώδες της οικουμένης. Όμως ο χρόνος γκρίζαρε την αγάπη τους και η συνήθεια καταπόντισε τις αισθήσεις και τις ανοχές τους.

Έπρεπε να το είχα καταλάβει: Μόνο τα κόκκινα σου στοιχεία μπορώ να ανεχτώ, εκείνα, μέσα στα οποία είχα βυθιστεί στην παιδική μου ηλικία.

Κι έτσι χωρίστηκαν. Και από τους καιρούς εκείνους οι έρωτες, που με δανεικά χρώματα εκστασιάζονται, χωρίς να γεννήσουν το δικό τους, καταδικασμένοι είναι να πεθαίνουν μέσα σε ασπρόμαυρες ειμαρμένες.

  1. Η μυστική λειτουργία

Ευστράτιος Παπάνης

Στην εκκλησία του χωριού μου κάποιες χειμωνιάτικες βραδιές, την ώρα που ο εσπερινός τελειώνει και οι πόρτες της κλειδώνουν απέξω το κρύο και την ακινησία, ξεκινά η μυστική λειτουργία.

Κίτρινα φώτα στους δρόμους διυλίζουν τη βροχή, τους φόβους, την ερημιά.

Από νωρίς έχουν κλειστεί στα σπίτια τους οι κάτοικοι μαζί με τις έγνοιες τους και ο αέρας διαπερνά τα σοκάκια,τις αυταπάτες, τις γρίλιες και τις κερκόπορτές τους.

Μα ο νους, που ερωτεύτηκε τα άυλα, ακούει στο σφύριγμά του ανέμου τα αόρατα σήμαντρα να καλούν για το μεγάλο απόδειπνο. Ιερείς από αλλοτινές εποχές ντύνονται τα άμφια των αιώνων και παίρνουν τις θέσεις τους στο ιερό, στα εξαπτέρυγα, που λαμποκοπούν ζωντανεμένα, στο θυσιαστήριο, στην πρόθεση.

Στα στασίδια γνώριμες μορφές, που από καιρό έχουν πεθάνει. Οι γέροντες και οι γριές των παιδικών μου χρόνων, όσοι εξαλείφθηκαν τόσο αιφνίδια μες τη ζωή μου και λιγόστεψαν στη μνήμη, πρόσωπα, που ξεθώριασαν στον ασβέστη του χρόνου, σύντροφοι, που κάποτε, πλανεμένος από τη νεότητα, τους θεώρησα παντοτινούς και αναλλοίωτους.

Άλλοι κρατούν τη σύνοψη με τις σταλαγματιές τις κίτρινες και σιγοψέλνουν, άλλοι ξεριζώνουν τα κεριά από τα μανουάλια και άλλοι σηκώνονται στο πέρασμα του θυμιάματος και του διάκου. Η περιφορά αγιάζει όσα υπήρξαν. Και όσα πέρασαν δέονται για αυτά που θα έλθουν. Και όλοι μαζί ετούτοι που νήστεψαν τα επίγεια μεταλαμβάνουν την οδύνη του ανθρώπου μπροστά στην ωραία πύλη.